- περιρρήγνυμι
- και περιρρηγνύω Α [ρήγνυμι / ρηγνύω]1. διασχίζω, διασπώ, αποσχίζω κάτι γύρω γύρω («τὸν γήλοφον περιρρήγνυσι κύκλῳ», Πλάτ.)2. (σχετικά με ενδύματα) ξεσχίζω και αφαιρώ από κάποιον, αποσπώ («περιρρήξαντες αὐτῶν τὰ ἱμάτια», ΚΔ)3. απογυμνώνω4. διαρρηγνύω γύρω γύρω κάτι («τὸν μὲν ὑμένα περιρρήξας ἐκπέταται», Αριστοτ.)5. παθ. περιρρήγνυμαι(για κέλυφος ή υμένα που μέσα βρίσκονται τα νεογνά ή τα έμβρυα) σχίζομαι ολόγυρα («περιρρήγνυται τὸ κέλυφος καὶ ἐκπέτεται ἐξ αὐτῶν πτερωτὰ ζῷα», Αριστοτ.)6. (για νεκρή σάρκα) ξηραίνομαι, αδυνατίζω, χωνεύω7. στρέφω, εκτρέπω την κοίτη ποταμού για να διασχίσει κάποιο μέρος («τὸν Νεῑλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε», Ισοκρ.)8. παθ. α) διασχίζομαι, διαιρούμαι σε πολλά κομμάτια («τοῡ Δέλτα κατὰ τὸ ὀξὺ περιρρήγνυται ὁ Νεῑλος», Ηρόδ.)β) ξεσπώ, εκρήγνυμαι γύρω από έναν τόπο («βρονταὶ περιερρήγνυντο», Πλούτ.)10. προσαράζω πλοίο, τό σπάζω ρίχνοντάς το σε σκόπελο («πρὸς... σκόπελον περιρρήξαντες τὸ... σκαφίδιον», Λουκιαν.)11. πετώ, ρίχνω κάτι εναντίον κάποιου («ἀλλήλοισι περιρρηγνύασι ἀέλλας», Κόιντ.)12. (το μέσ. με αιτ. ή απολ.) ξεσχίζω τα ρούχα μου, είμαι με σχισμένα ρούχα, είμαι γυμνός (α. «περιερρήξατο τοὺς πέπλους», Αριαν.β. «[γυναῑκες] περιερρηγμέναι», Δίων Χρυσ.)13. φρ. «ὄρος περιερρωγός» — όρος απότομο, απόκρημνο γύρω γύρω.
Dictionary of Greek. 2013.